Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Σουηδικό νουάρ: Το σκληρό πρόσωπο της Ευρώπης


Από τις Μαρία και Ελένη Παξινού
«Το αστυνομικό μυθιστόρημα επικεντρώνεται στις μαύρες, αδιευκρίνιστες πτυχές της κοινωνίας, που μας επηρεάζουν βαθύτατα»
Πέτρος Μάρκαρης
Το 2009 ήταν, αναμφισβήτητα, η χρονιά της Σουηδίας στον εκδοτικό χώρο. Οποιον κατάλογο best sellers έψαχνε κανείς, σε όποια χώρα και σε όποια γλώσσα, θα έβρισκε στις πρώτες θέσεις «Το κορίτσι με το τατουάζ» του Στιγκ Λάρσον, στο οποίο ήρθε να προστεθεί, τον Ιούλιο, ο δεύτερος τόμος της τριλογίας «Millennium», με τίτλο «Το κορίτσι που παίζει με τη φωτιά». Ο σουηδικός τίτλος του πρώτου τόμου «Αντρες που μισούν τις γυναίκες» αποκαλύπτει το πεδίο στο οποίο κινείται το μυθιστόρημα και που μεταθέτει τη στενά αστυνομική θεματολογία σ’ ένα ευρύ κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο.
* 18% των γυναικών στη Σουηδία έχουν απειληθεί από κάποιον άντρα.
* Το 48% των γυναικών έχουν υποστεί αντρική βία.
* Το 13% των γυναικών έχουν υποστεί σεξουαλική βία, έξω από το πλαίσιο των σχέσεων με τον σύντροφό τους.
* Το 92% των γυναικών που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, δεν το έχουν καταγγείλει στην Αστυνομία.
Ολα τα κεφάλαια του βιβλίου αρχίζουν με κάποιο από αυτά τα στατιστικά στοιχεία.
Ο Πέτρος Μάρκαρης γράφει εύστοχα «Πάει ο καιρός που το αστυνομικό μυθιστόρημα ήταν ένα σταυρόλεξο για να το λύνει ο αναγνώστης. Σήμερα είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή».


Το τοπίο στο οποίο κινείται ο πρωταγωνιστής της τριλογίας είναι το ίδιο στο οποίο κινήθηκε, επαγγελματικά, ο Στιγκ Λάρσον, το οικονομικό ρεπορτάζ. Στις χώρες όπου κυριαρχεί η παγκοσμιοποιημένη Οικονομία αποκαλύπτονται σκάνδαλα τα οποία είναι, δυστυχώς, αναγνωρίσιμα στο αναγνωστικό κοινό, από την Ελλάδα ώς τις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσω των ευρωπαϊκών χωρών. Και αυτό αποτελεί, αναμφισβήτητα, ένα από τα δυνατά σημεία της τριλογίας: «Το ειδυλλιακό περιβάλλον ενός γαλήνιου, υπέροχου σουηδικού νησιού κρύβει από κάτω του έναν προσεκτικά μπαζωμένο κόσμο φρικτών εγκλημάτων. Οσο σκάβουν οι δύο πρωταγωνιστές τόσο βρίσκουν ολοένα και πιο αποτρόπαιες μορφές εγκλήματος, ξεθάβοντας, σχεδόν κυριολεκτικά, ένα παρελθόν ναζισμού και ακραίου μισογυνισμού, που κόβει την ανάσα. Και όλα αυτά, καλυμμένα με τη χρυσόσκονη που περιβάλλει πλούσιες, ισχυρές οικογένειες, οι οποίες έχαιραν πάντα σεβασμού στη χώρα», γράφει ο Μανώλης Πιμπλής στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης, επισημαίνοντας, ταυτόχρονα: «Το φαινόμενο της ένταξης ομάδων του σουηδικού πληθυσμού σε ναζιστικές οργανώσεις ήδη από τη δεκαετία του 1920».
Αλλά η συγγραφική ευφυΐα του Λάρσον οφείλεται, κυρίως, στην ηρωίδα που δημιούργησε. Η Λίζμπεθ Σαλάντερ μοιάζει 14 χρόνων, αλλά είναι 26, και, σύμφωνα με την περιγραφή των «Times» της Νέας Υόρκης, είναι μια ανορεξική Λάρα Κροφτ, μια αναρχική, πανκ, δαιμόνια χάκερ, με έναν δράκο τατουάζ στο ένα μπράτσο και τη μύτη τρυπημένη, που έχει μάθει πως ο καλύτερος τρόπος για να διεισδύσεις στον εγκέφαλο ενός σύγχρονου μεγαλοεπιχειρηματία είναι να παραβιάσεις τον σκληρό δίσκο του υπολογιστή του. Εχει φωτογραφική μνήμη, μαθηματική λογική και αποτελεί επίλεκτο μέλος μιας σκιώδους διεθνούς συμμορίας χάκερ. Και δεν είναι η μόνη. Οι χαρακτήρες του Λάρσον χρησιμοποιούν i-Pods, i-Books, τεχνολογία blue tooth και αναζητούν υπόπτους στο Google. Απαλλαγμένη από κάθε κοινωνική ηθική, διαθέτει ωστόσο μια προσωπική ηθική που «δεν συμπίπτει πάντοτε με την ηθική του δικαίου». Στην προσπάθειά της να αναπληρώσει τις σωματικές ατέλειες που της έδωσε η φύση (μικρό ανάστημα, σχεδόν σκελετωμένο σώμα) κάνει μαθήματα με έναν πυγμάχο παγκοσμίου κλάσεως.
Εκεί όμως που ο αναγνώστης αρχίζει να πιστεύει ότι η Λίζμπεθ είναι ένα ολόγραμμα που παλεύει το έγκλημα, τύπου Λάρα Κροφτ, ο Λάρσον τού αποκαλύπτει τις αδύναμες πλευρές της. Οπως ξέρουν όσοι διάβασαν «Το κορίτσι με το τατουάζ», η Λίζμπεθ είχε τραυματική παιδική ηλικία και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της εφηβείας της στην Ουψάλα, σε ψυχιατρική κλινική για παιδιά.
Στις πρώτες σελίδες του δεύτερου τόμου, το «Κορίτσι που παίζει με τη φωτιά», η Λίζμπεθ διαλύει δύο σεξουαλικές σχέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να της είχαν προσφέρει τη βαθιά, αληθινή επαφή που πάντοτε επιθυμούσε, υποσυνείδητα, και απέκρουε συνειδητά: Πρόσφατα, με τον Μίκαελ Μπλούμκβιστ και, παλαιότερα, με τη Μύριαμ Γου, μια λεσβία φοιτήτρια της Κοινωνιολογίας και ιδιοκτήτρια μπουτίκ, την οποία η Λίζμπεθ εγκατέλειψε για χάρη του Μπλούμκβιστ, χωρίς να μπει στον κόπο να της δώσει την παραμικρή εξήγηση.
Η επιτυχία του βιβλίου και της ταινίας που βασίστηκε σ’ αυτό είναι, διεθνώς, τόση ώστε ο, ευφυής, Σουηδικός Οργανισμός Τουρισμού φρόντισε να την αξιοποιήσει: Ο Λάρσον αναφέρει στο βιβλίο την ακριβή διεύθυνση της Σαλάντερ και αναγνώστες και των δύο φύλων και όλων των ηλικιών από κάθε γωνιά του πλανήτη συρρέουν στη Στοκχόλμη και στέκονται απέναντι από την πολυκατοικία για να δουν το σπίτι στο οποίο κατοικεί ένα φανταστικό πρόσωπο.
Οι τουριστικές Αρχές της Σουηδίας έχουν προσθέσει όμως ένα ακόμα λογοτεχνικό βέλος στη φαρέτρα τους, οργανώνοντας ταξίδια με τίτλο: Ακολουθώντας τα βήματα του επιθεωρητή Βαλάντερ, στο Υστάντ, μια ειδυλλιακή σουηδική πόλη .


Ο Βαλάντερ είναι ο κεντρικός ήρωας των παγκόσμιων best seller του σουηδού συγγραφέα Χένινγκ Μανκέλ, που κυκλοφορούν με μεγάλη επιτυχία και στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ψυχογιός, όπως, άλλωστε, και η τριλογία του Στιγκ Λάρσον.
Ο Βαλάντερ, με τη μορφή του διάσημου άγγλου ηθοποιού και σκηνοθέτη Κένεθ Μπράνα, πρωταγωνιστεί σε μια τηλεοπτική σειρά, που προβάλλεται στην Ευρώπη από το BBC και στις ΗΠΑ από το δημόσιο κανάλι PBS.
«Αυτές είναι οι ζωές μας. Και είναι εύθραυστες. Επισφαλείς. Θαυμαστές. Είναι το μόνο που έχουμε» (από το «Firewall»).
Τα πτώματα στοιβάζονται σωρός στο ειδυλλιακό Υστάντ, γεγονός που αποτελεί στατιστική ανωμαλία, δεδομένου ότι στη Σουηδία αντιστοιχεί, ετησίως, κάτι παραπάνω από μία δολοφονία ανά 100.000 κατοίκους και το Υστάντ έχει μόνο 17.000*.
Γιατί τα πιο βίαια θρίλερ γράφονται από εκπροσώπους των πιο ειρηνικών λαών της Γης; Δεδομένου ότι το φαινόμενο, που χαρακτηρίστηκε από τον διεθνή Τύπο «σκανδιναβικό κύμα εγκλήματος», δεν περιορίζεται στη Σουηδία. Συγκεκριμένα: Στο Οσλο ένας κατά συρροή δολοφόνος χώνει κάτω από τα βλέφαρα των θυμάτων του πεντάγραμμα ρουμπινιών (Jo Nesbo, «The Devil Star»), ενώ στη Στοκχόλμη κάποιος κρύβεται στα πάρκα για να επιτεθεί σε νέα κορίτσια. (Mij Sjowall και Per Wahloo, «The man on the balcony»).
Και μη νομίσετε ότι τα πράγματα είναι καλύτερα στην περιφέρεια: Το ψαροχώρι Υστάντ έχει υποστεί τα πάνδεινα από την πένα του Χένινγκ Μανκέλ: Βασανισμό και εκτέλεση ενός ηλικιωμένου αγρότη και της γυναίκας του («Faceless Killers»), βασανισμό δύο αντρών που βρίσκονται νεκροί σε μια σωσίβια λέμβο («Τα σκυλιά της Ρίγα»). Ο ανασκολοπισμός με αιχμηρούς ράβδους μπαμπού ενός συνταξιούχου ερασιτέχνη παρατηρητή άγριων πουλιών («The fifth woman») και ο αυτοχειριασμός μιας έφηβης στο «Sidetracked».
Ολα αυτά τα εγκλήματα και πολλά, πολλά άλλα έχουν διαπραχθεί από διαφορετικούς δολοφόνους σε διάστημα τριών ετών.
Ευτυχώς, περισσότεροι άνθρωποι δολοφονούνται κάθε χρόνο στις σελίδες των σκανδιναβικών αστυνομικών μυθιστορημάτων απ’ ό,τι στην ίδια τη Σκανδιναβία.
Οι δείκτες ανθρωποκτονιών στις σκανδιναβικές χώρες είναι από τις χαμηλότερες στον πλανήτη. Φέτος, οι διεθνείς δείκτες ειρήνης κατατάσσουν τη Δανία και τη Νορβηγία στη δεύτερη και τρίτη θέση, αντίστοιχα, μεταξύ των πιο ειρηνικών χωρών. Η Σουηδία καταλαμβάνει τη 13η θέση. Ψυχολόγοι του Βρετανικού Πανεπιστημίου του Leicester παρήγαγαν πρόσφατα τον πρώτο παγκόσμιο χάρτη ευτυχίας, γράφει το περιοδικό «Forbes».
Οι Σκανδιναβοί κατέχουν μερικές από τις πρώτες θέσεις στη «Γεωγραφία» της ευτυχίας.



Με τέτοια δεδομένα, πώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι αυτές οι ειρηνικές κοινωνίες παράγουν συγγραφείς παγκοσμίων best sellers, όπως ο Μανκέλ, ο Νέσμπο, η Κάριν Φόσουμ και ο Χάκαν Νέσερ ή ότι ο Στιγκ Λάρσον ήταν, σε όλον τον κόσμο, ο δεύτερος συγγραφέας με τις μεγαλύτερες πωλήσεις, με πρώτο τον Καλέντ Χοσεϊνί.
Η απάντηση στο ερώτημα είναι απλή: Φαίνεται πως οι συγγραφείς είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα από τα στατιστικά στοιχεία. Η Σουηδία δεν είναι πια μια «ευτυχής χώρα». Η συνταγή του σουηδικού οικονομικού θαύματος αμφισβητείται έντονα σ’ αυτά τα χρόνια της παγκοσμιοποίησης και το κοινωνικό κράτος, που προσέφερε «ασφάλεια σε όλους τους πολίτες από την κούνια ώς τον τάφο», έχει πάψει προ πολλού να λειτουργεί. Καλύτερη απόδειξη δεν υπάρχει από τη βιογραφία τής Λίζμπεθ Σαλάντερ.
Η αίσθηση της ασφάλειας μιας κοινωνίας που απείχε από τις πολεμικές συγκρούσεις του 20ού αιώνα, διαλύθηκε από τις σφαίρες των δολοφόνων του Ούλοφ Πάλμε, που έβγαινε με τη γυναίκα του από έναν κινηματογράφο της Στοκχόλμης, το 1986. Η δολοφονία του οραματιστή πρωθυπουργού ανάγκασε τη Σουηδία να «χάσει την αθωότητά της», όπως την έχασαν οι ΗΠΑ μετά τη δολοφονία του Κένεντι. Δεκαεφτά χρόνια μετά τον Πάλμε, η υπουργός Εξωτερικών Ανα Λιντ δολοφονήθηκε σε ένα πολυκατάστημα της ίδιας πόλης. Οι δολοφόνοι παραμένουν άγνωστοι. Και το κυριότερο είναι το γεγονός ότι τα όπλα πέρασαν από τα χέρια των δολοφόνων τού Πάλμε σε συμμορίες που καταδυναστεύουν τους δρόμους και τα πάρκα των σουηδικών πόλεων καθώς και ότι η, κοινωνική και σεξουαλική, απελευθέρωση των γυναικών -πιο έντονη στη Σουηδία από οποιαδήποτε άλλη δυτική χώρα- προκάλεσε έναν επικίνδυνο μισογυνισμό.
Ο Μανκέλ έγραψε ένα μυθιστόρημα με υπόθεση που παραπέμπει στη δολοφονία της Λιντ και συμμερίζεται απόλυτα την απαισιοδοξία του Βαλάντερ για το μέλλον της χώρας του σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία.


Εκτός από τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, υπάρχουν όμως και οι ψυχολογικοί : Οι βόρειοι λαοί έχουν την φήμη ότι είναι καταπιεσμένοι, εσωστρεφείς. «Δίνουμε την εντύπωση ότι δεν μιλάμε καθόλου, ότι δεν ανοιγόμαστε, κρατάμε τα πάντα μέσα μας», λέει ο Χάκαν Νέσερ, τρίτο σκέλος του συγγραφικού τριγώνου Μανκέλ, Λάρσον, Νέσερ και δημιουργός τού επιθεωρητή Βαν Βίτερεν. Εγκυροι σκανδιναβοί κριτικοί της λογοτεχνίας υποστηρίζουν ότι οι τρεις συγγραφείς συνέβαλαν με τα έργα τους στην καταστροφή της φήμης τής Σουηδίας ως χώρας που παράγει εύθυμη ποπ, πολύχρωμα μαγειρικά σκεύη, φτηνά έπιπλα και ρούχα.
Ο Μανκέλ αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο της, ένδοξης, σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης, ο Λάρσον ανιχνεύει το, εντέχνως συγκεκαλυμμένο, ναζιστικό παρελθόν, ενώ ο Νέσερ αναλύει το εμπόριο λευκής σαρκός στη Στοκχόλμη καθώς και την επιρροή που ασκεί στην κοινωνία η ρωσική Μαφία. Αναφορά στη μοίρα των θηλυκών οικονομικών μεταναστών, που ζουν μόνες στη Σουηδία και γίνονται βορά διεστραμμένων δολοφόνων, βέβαιων ότι κανείς δεν θα τις αναζητήσει, υπάρχει και στο «Κορίτσι με το τατουάζ».
Ο Νέσερ πάει βαθύτερα από τους δύο συναδέλφους του. Αλλωστε, όταν τον ρωτούν ποια κοινά στοιχεία έχει με τον Μανκέλ και τον Λάρσον απαντάει: «Γράφουμε και οι τρεις σουηδικά. Ο Χένινγκ και ο Στιγκ Λάρσον έχουν περισσότερες συγγένειες. Τα θέματα του Λάρσον είναι, κατ’ ουσίαν, πολιτικά. Ανήκω κι εγώ στην Αριστερά, αλλά δεν μπορώ να ασχοληθώ με πολιτικά θέματα. Είναι δύσκολο να δημιουργήσεις μια καλή ιστορία. Μερικοί νομίζουν ότι αρκεί να πάρεις έναν κατά συρροή δολοφόνο και, ψάχνοντας, να ανακαλύψεις ότι κακοποιήθηκε στα παιδικά του χρόνια. Δεν είναι τόσο απλό». Ωστόσο, τα μυθιστορήματά του είναι γεμάτα ανθρώπους που κακοποιήθηκαν, βιάστηκαν, καταστράφηκαν από τα ναρκωτικά και ο Βαν Βίτερεν καταναλώνει πολύ χρόνο για να διεισδύσει στον εγκέφαλο των βασανιστών τους. Στο Borkmann’s Point, ένα πανέξυπνο, αστυνομικό μυθιστόρημα, που κέρδισε το σουηδικό βραβείο του είδους, ο επιθεωρητής Βαν Βίτερεν γίνεται, χωρίς να το θέλει, στενός φίλος μ’ έναν κατά συρροή δολοφόνο, που δεν διστάζει να απαγάγει, κατά τη διάρκεια της φιλίας τους, έναν συνεργάτη του. Ο Νέσερ αναλύει πιο επίμονα από τον Μανκέλ και τον Λάρσον τα συναισθήματα και τα κίνητρα των ηρώων του, και μάλιστα με τρόπο που παραπέμπει στην ψυχανάλυση. Ο ίδιος τονίζει ότι απλώς διαβάζει πολύ: «Για να είσαι καλός συγγραφέας, πρέπει να μάθεις να σκάβεις την ψυχή των ανθρώπων. Ολοι όσοι γράφουν σοβαρά, ενδιαφέρονται να αναλύσουν, όχι μόνον τις πράξεις των ηρώων τους, αλλά και τα κίνητρά τους. Οταν έχεις αναπάντητα ερωτήματα, μπορείς να βρεις τη λύση του αινίγματος στον Φρόυντ, ή κάπου αλλού».
Οταν ακόμα και φανατικοί αναγνώστες του τού λένε ότι τα βιβλία του δεν θα μπορούσαν να είναι πιο «μαύρα», δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε τέρατα που πνίγουν γυναίκες στο μπάνιο, απαντάει : «Δεν γράφω λογοτεχνία φυγής. Κάθε σοβαρός συγγραφέας στήνει έναν καθρέφτη για να κοιτάξει ο αναγνώστης τον εαυτό του».
Βιβλιοθήκη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 24/7/2010